Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

καθαρά και

  • 1 καθαρά

    επίρρ.
    1) чисто; 2) ясно, чётко; 3) явно, открыто; недвусмысленно;

    πες το καθαρά — скажи прямо;

    § φαίνεται καθαρά και ξάστερα — яснее ясного

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καθαρά

  • 2 ξάστερα

    επίρρ.
    1) ясно, понятно; 2) откровенно, искренне, открыто;

    καθαρά και ξάστερα — а) напрямик; — б) не таясь, совершенно искренне

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξάστερα

  • 3 λέγω

    (αόρ. είπα и είπον, παθ. αόρ. ελέχθην и ειπώθηκα, μελλ. θα πεί, μετχ. είπωμένος и είρημένος) μετ.
    1) говорить, разговаривать; высказывать; рассказывать;

    λέγ παραμύθια — рассказывать небылицы;

    λέγω ανοησίες — говорить вздор;

    τί (μού) λες! что ты говоришь!;
    σού είπα να σιωπήσεις! я тебе сказал — замолчи!; τί έχεις να πείς; что скажешь?; τί θέλετε να πείτε μ' αυτό; что вы этим хотите сказать?; σε ρωτώ και συ δε μού λες я тебя спрашиваю, а ты не отвечаешь; άλλα λες κι' άλλα κάνεις ты говоришь одно, а делаешь другое; 2) перен. говорить, передавать, сообщать; λένε πώς... говорят, ходят слухи...; τί λένε οι εφημερίδες γι' αυτό; что об этом пишут в газетах?; η παροιμία λέει... пословица гласит...; ο νόμος το λ,έγει καθαρά закон ясно говорит об отом; 3) говорить, выражать; τό πρόσωπο του λέει πολλά его лицо выражает многое; 4) говорить, обещать; ό, τι λέει δεν ξελέει он не берёт свои слова обратно; είπα ξείπα я пообещал, я и отказал; 5) полагать, считать, думать;

    λέγω να ξρθω και γώ — я тоже думаю прийти;

    λέγω να μην πας — тебе, по-моему. лучше не идти;

    ποτέ μου δεν τώλεγα να... никогда не думал, что...;
    ποιός να (μας) τώλεγε; кто бы мог подумать?; 6) означать, значить; τί πάει να πεί αυτό; что это значит?; αυτό θα πεί... это значит...; 7) называть, звать, именовать; πώς σε λένε; как тебя зовут?; 8) называть, считать; τον λες γι' άνθρωπο; разве можно его назвать человеком?; γιά κακό το λένε это считается плохим; μπορείς να το πείς αυτό φαγητό; разве это еда?; 9) читать, декламировать; петь; πες μας και συ ένα μινόρε спой и ты нам что-нибудь; τί ποίημα θα μας πείς; какое стихотворение ты нам прочтёшь?;

    § λέγω κατ' εμαυτόν — или λέγω με το νού μου — думать про себя, размышлять;

    είπε και εγένετο сказано — сделано;
    ό,τι πουν όλοι λέω κι' εγώ как все, так и я; δεν σού λέγω или δεν λέγω όχι я ничего не говорю, может быть это и так; εδώ τα λέμε мы беседуем; τα είπαμε ένα χεράκι а) мы поспорили, поссорились; б) мы, наконец, объяснились; τα λένε οι βουλευτές депутаты заседают; εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω говорить попусту; ούτε τού папа, να μην το πείς храни это в строжайшей тайне; κάτι μας λές ничего нового ты нам не сообщил; δεν μας λες τίποτε в твоих словах нет никакого смысла; αυτό δεν λέει τίποτε это ни о чём не говорит; τό λέει η περδικούλα του или τό λέει η καρδιά του он сильный, храбрый, мужественный человек; ; κατά το λέγειν του по его словам; σαν να λέμβ или πού λέει ο λόγος скажем, например, то есть; λέγε-λέγε..., πές-πές... мало-помалу, понемногу; πές-πές με καταφέρανε мало-помалу они меня уговорили;

    λέγω δεν κατάλαβα — будто я и не понял;

    οδτως ειπείν так сказать;
    πού λες... или πού λέτε... итак, значит; слушайте дальше; έτσι πού λες вот так, вот что получилось, вот что произошло; χωρίς να πεί κουβέντα не говоря ни слова; εδώ πού τα λέμε собственно говоря; между нами говоря; *ίξω απ' το χορό πολλά τραγούδια λένε легко тебе говорить; άζ πούμε (или πες), πώς... допустим, предположим, что...; ας πούμε (πες) πώς έγινες πλούσιος предположим, что ты разбогател; ο λόγος το λέει к слову сказать; (γιά) να πούμε την αλήθεια откровенно говоря, по правде говоря; φέρ' ειπείν например; λες και (как) будто; εχουμε και λέμε итак, значит у нас... (при счёте); τα είπαμε! решено!, договорились!; ποιός το λέει; где это записано?; εμένα μού λες; что ты мне рассказываешь?, кому ты это говоришь?, расскажи это кому-нибудь другому; άλλο να σού τα λέω κι' άλλο να τ'ακούσεις (να το δεις) словами не передать, это невыразимо (неописуемо); πού να τού (τό) πεί ο παπάς στ' αυτί (κι' ο διάκος στο κεφάλι) чтоб ему околеть; θα το κάνεις και θα πείς κι' ένα τραγούδι только попробуй этого не сделать, сделаешь, как миленький;

    λέγομαι

    1) — называться, именоваться;

    2) слыть, считаться;

    § λέγεται — говорят, ходят слухи;

    δεν λέγεται — невыразимый, неописуемый;

    καθ' ά κοινώς λέγεται — то есть, другими словами;

    αυτό να λέγεται — само собой (разумеется), конечно, несомненно;

    ούτε να λέγεται — и речи быть не может, ни в коем случае

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λέγω

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Γκίλμπερτ και Τζορτζ — (Gilbert and George). Καλλιτεχνικό όνομα του εικαστικού διδύμου των Γκίλμπερτ Προς (Gilbert Proesch,Σαν Μαρτίνο 1943–) και Τζορτζ Πάσμορ (George Passmore, Πλίμουθ 1942–). Ο Γκίλμπερτ γεννήθηκε και μεγάλωσε στη μικρή πόλη Σαν Μαρτίνο των ιταλικών… …   Dictionary of Greek

  • Γουέλφοι και Γιβελίνοι — Πολιτικές μερίδες, οι πιο ονομαστές στην ιστορία της μεσαιωνικής Ευρώπης. Πρωτοεμφανίστηκαν στη Γερμανία, όταν μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Ερρίκου E’ της Φραγκονίας (1125), οι μεγάλοι εκκλησιαστικοί ηγέτες της χώρας, με την υποστήριξη του… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»